εκδουλεύω

εκδουλεύω
ἐκδουλεύω (Μ)
1. υπηρετώ ως δούλος
2. κερδίζω με τη δουλειά μου, αποκτώ
3. αξίζω να πάθω κάτι
4. προσφέρω υπηρεσίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”